- επαναβαίνω
- ἐπαναβαίνω και ποιητ. τ. ἐπαμβαίνω (AM) [βαίνω]1. ανεβαίνω πάνω σε κάτι («κἄπειτ' ἐπαναβὰς ἐπὶ τὸ φροντιστήριον τὸ τέγγος κατάσκαπτ'», Αριοτοφ.)2. (για αξίωμα) προάγομαι, προβιβάζομαι («εἰς τὰς τῶν ταξιάρχων χώρας ἐπαναβήσεσθαι», Ξεν.)3. (για αρχές και αίτια) ανεβαίνω αναζητώντας4. υπερβαίνωμσν.(για ηλικία) ενηλικιώνομαιαρχ.1. (για αστέρι) φαίνομαι στον ορίζοντα2. (για ζώο) βατεύω3. (για κακό) επανέρχομαι4. πηγαίνω προς τα μεσόγεια5. υπερέχω6. ερευνώ τις ύψιστες αρχές των όντων7. (το ουδ. τής μτχ. παρακμ. ως ουσ.) το έπαναβεβηκος ή ἀρχὴ ἐπαναβεβηκυῑαη ακρότατη, η ύψιστη αρχή.
Dictionary of Greek. 2013.